- ἔφηλος
- ἔφηλοςnailed onmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έφηλος — ἔφηλος, ον (Α) 1. καρφωμένος σε κάτι 2. (για μάτι) αυτός που έχει λευκό στίγμα επίσης για πρόσωπο που έχει λευκό στίγμα στα μάτια («ὀφθαλμοῑσιν ἔφηλος», Μέγα Ετυμολογικόν) 3. αυτός που έχει εφηλίδες, φακίδες στο πρόσωπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
ἔφηλον — ἔφηλος nailed on masc/fem acc sg ἔφηλος nailed on neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔφηλοι — ἔφηλος nailed on masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφηλότης — ἐφηλότης, ἡ (Α) [έφηλος] λευκό στίγμα στο μάτι («καθὰ γὰρ ἡ ἐφηλότης λέγεται λευκότης ἐν ὀφθαλμῷ», Σέξτ. Εμπ.) … Dictionary of Greek
εφηλώνω — και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, όω) [έφηλος] καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο αρχ. παθ. ἐφηλοῡμαι, όομαι α) καρφώνομαι στερεά β) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
ՇԻԼ — (շլի, շլաց.) NBH 2 0477 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ἕφηλος qui clavum habet in oculis, lippus. գերմ. եւս՝ շիլ. (յորմէ՝ Շլանալ.) Պակասաւոր աչօք, իբր դժուարատես, կարճատես, վտտեալ, եւ Թիւրակն՝ որ առ ʼի շեղ հայի. աչքը սախատ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)